κονιακάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονιακάκι τα κονιακάκια
      γενική
    αιτιατική το κονιακάκι τα κονιακάκια
     κλητική κονιακάκι κονιακάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία

κονιακάκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κονιακάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του κονιάκ
    ήπιαμε και τα κονιακάκια μας και το κέφι ανέβηκε

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κονιάκ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.