κομπανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπανία οι κομπανίες
      γενική της κομπανίας των κομπανιών
    αιτιατική την κομπανία τις κομπανίες
     κλητική κομπανία κομπανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομπανία < (άμεσο δάνειο) ιταλική compagnia [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kom.paˈni.a/ & /kom.baˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομπανία

Ουσιαστικό

κομπανία θηλυκό

  1. συντροφιά φίλων, παρέα
    Ὕστερα πιάσετε κομπανία μὲ Ζαΐμη, Ντεληγιανναίους κι' ἄλλους πολλούς. (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, Επίλογος)
  2. (μουσική) λαϊκό μουσικό συγκρότημα
    Στο μαγαζί έπαιζε ο Τσιτσάνης με την κομπανία του.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.