κομματόσκυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομματόσκυλο τα κομματόσκυλα
      γενική του κομματόσκυλου των κομματόσκυλων
    αιτιατική το κομματόσκυλο τα κομματόσκυλα
     κλητική κομματόσκυλο κομματόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομματόσκυλο < κόμματ(ος) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.maˈto.sci.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομματόσκυλο

Ουσιαστικό

κομματόσκυλο ουδέτερο

  • (πολιτική, μεταφορικά, μειωτικό) ο παθιασμένα μαχόμενος οπαδός κόμματος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.