κολπόρροια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολπόρροια οι κολπόρροιες
      γενική της κολπόρροιας των κολπορροιών
    αιτιατική την κολπόρροια τις κολπόρροιες
     κλητική κολπόρροια κολπόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολπόρροια < κόλπ(ος) + -ο- + -ρροια  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κολπόρροια θηλυκό

  • (ιατρική) ροή υγρών από τον κόλπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.