κολποσκόπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολποσκόπιο τα κολποσκόπια
      γενική του κολποσκόπιου
& κολποσκοπίου
των κολποσκόπιων
& κολποσκοπίων
    αιτιατική το κολποσκόπιο τα κολποσκόπια
     κλητική κολποσκόπιο κολποσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα κολποσκόπιο

Ετυμολογία

κολποσκόπιο < κόλπος + -ο- + -σκόπιο

Ουσιαστικό

κολποσκόπιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.