κολονάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κολονάτος | η | κολονάτη | το | κολονάτο |
| γενική | του | κολονάτου | της | κολονάτης | του | κολονάτου |
| αιτιατική | τον | κολονάτο | την | κολονάτη | το | κολονάτο |
| κλητική | κολονάτε | κολονάτη | κολονάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κολονάτοι | οι | κολονάτες | τα | κολονάτα |
| γενική | των | κολονάτων | των | κολονάτων | των | κολονάτων |
| αιτιατική | τους | κολονάτους | τις | κολονάτες | τα | κολονάτα |
| κλητική | κολονάτοι | κολονάτες | κολονάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολόνα
Μεταφράσεις
κολονάτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.