κολοκοτρώνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κολοκοτρώνης | οι | κολοκοτρώνες |
| γενική | του | κολοκοτρώνη | των | κολοκοτρωνών |
| αιτιατική | τον | κολοκοτρώνη | τους | κολοκοτρώνες |
| κλητική | κολοκοτρώνη | κολοκοτρώνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολοκοτρώνης < κολοκοτρωναίικος < Κολοκοτρώνης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.lo.koˈtɾo.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λο‐κο‐τρώ‐νης
Ουσιαστικό
κολοκοτρώνης αρσενικό
- (παρωχημένο, εργαλείο) είδος σουγιά
- (αργκό, προφορικό) πεντοχίλιαρο (το χατρονόμισμα έκδοσης 1984 κ.εξ.), πριν την αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ, που απεικόνιζε στην εμπρόσθια όψη την εικόνα του Κολοκοτρώνη)[2]
Μεταφράσεις
κολοκοτρώνης
|
|
Αναφορές
- κολοκοτρώνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'κολοκοτρώνης'.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.