κολαφισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολαφισμός οι κολαφισμοί
      γενική του κολαφισμού των κολαφισμών
    αιτιατική τον κολαφισμό τους κολαφισμούς
     κλητική κολαφισμέ κολαφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολαφισμός < ελληνιστική κοινή κολαφισμός < κολαφίζω < αρχαία ελληνική κόλαφος

Ουσιαστικό

κολαφισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «κόλαφος, κολάφισμα, κολαφισμός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.