χαστούκισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαστούκισμα | τα | χαστουκίσματα |
| γενική | του | χαστουκίσματος | των | χαστουκισμάτων |
| αιτιατική | το | χαστούκισμα | τα | χαστουκίσματα |
| κλητική | χαστούκισμα | χαστουκίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαστούκισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χαστούκισμα ουδέτερο
- Το να δίνω χαστούκι.
Μεταφράσεις
χαστούκισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.