κολατσό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολατσό τα κολατσά
      γενική του κολατσού των κολατσών
    αιτιατική το κολατσό τα κολατσά
     κλητική κολατσό κολατσά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολατσό < κολατσ(ιό) (προφορά ko.laˈt͡sço) + με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν (όπως στο σχήμα διακόσια > διακόσα) σε λαϊκότροπη προφορά

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.laˈt͡so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολατσό

Ουσιαστικό

κολατσό[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κολατσό - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.