κολαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κολαστής | οι | κολαστές |
| γενική | του | κολαστή | των | κολαστών |
| αιτιατική | τον | κολαστή | τους | κολαστές |
| κλητική | κολαστή | κολαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολαστής < αρχαία ελληνική κολαστής
Μεταφράσεις
κολαστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.