κολάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολάρος οι κολάροι
      γενική του κολάρου των κολάρων
    αιτιατική τον κολάρο τους κολάρους
     κλητική κολάρε κολάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολάρος < μεσαιωνική ελληνική κολάρος < βενετική collaro < υστερολατινική collāre < λατινική collaris < collum (λαιμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈla.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολάρος

Ουσιαστικό

κολάρος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.