κοκτέιλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοκτέιλ < αγγλική cocktail

Ουσιαστικό

φλεγόμενα κοκτέιλ

κοκτέιλ ουδέτερο άκλιτο

κοκτέιλ margarita
  • ημιεπίσημη δεξίωση στην οποία προσφέρονται ποτά
η εταιρεία οργάνωσε κοκτέιλ για του ξένους αντιπροσώπους
  • καθετί που βασίζεται στην ανάμειξη διαφορετικών συστατικών
κοκτέιλ μουσικής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.