κοκκινομάλλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοκκινομάλλα | οι | κοκκινομάλλες |
| γενική | της | κοκκινομάλλας | — | |
| αιτιατική | την | κοκκινομάλλα | τις | κοκκινομάλλες |
| κλητική | κοκκινομάλλα | κοκκινομάλλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοκκινομάλλα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κοκκινομάλλης κοκκινομάλλ(ης) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ci.noˈma.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐νο‐μάλ‐λα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοκκινομάλλης
κοκκινομάλλα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κοκκινομάλλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κοκκινομάλλης
- άλλες μορφές: κοκκινομαλλού, κοκκινομαλλούσα και κοκκινόμαλλη από το κοκκινομάλλης
- ≈ συνώνυμα: ρουσομάλλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.