κοινωνιογλωσσολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνιογλωσσολογία οι κοινωνιογλωσσολογίες
      γενική της κοινωνιογλωσσολογίας των κοινωνιογλωσσολογιών
    αιτιατική την κοινωνιογλωσσολογία τις κοινωνιογλωσσολογίες
     κλητική κοινωνιογλωσσολογία κοινωνιογλωσσολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινωνιογλωσσολογία < κοινωνιο- + γλωσσολογία (γλωσσο- + -λογία), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sociolinguistics[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.no.ni.o.ɣlo.so.loˈʝi.a/

Ουσιαστικό

κοινωνιογλωσσολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (κοινωνιολογία, γλωσσολογία) η μελέτη της γλώσσας κοινωνικών ομάδων σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον τους· η συνδυαστική μελέτη της γλωσσολογίας υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.