κοινωνιογλωσσολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοινωνιογλωσσολογία | οι | κοινωνιογλωσσολογίες |
| γενική | της | κοινωνιογλωσσολογίας | των | κοινωνιογλωσσολογιών |
| αιτιατική | την | κοινωνιογλωσσολογία | τις | κοινωνιογλωσσολογίες |
| κλητική | κοινωνιογλωσσολογία | κοινωνιογλωσσολογίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοινωνιογλωσσολογία < κοινωνιο- + γλωσσολογία (γλωσσο- + -λογία), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sociolinguistics[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.no.ni.o.ɣlo.so.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
κοινωνιογλωσσολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (κοινωνιολογία, γλωσσολογία) η μελέτη της γλώσσας κοινωνικών ομάδων σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον τους· η συνδυαστική μελέτη της γλωσσολογίας υπό το πρίσμα της κοινωνιολογίας
Συνώνυμα
-
Sociolinguistics στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- κοινωνιογλωσσολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.