κοινωνίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοινωνίστρια | οι | κοινωνίστριες |
| γενική | της | κοινωνίστριας | των | κοινωνιστριών |
| αιτιατική | την | κοινωνίστρια | τις | κοινωνίστριες |
| κλητική | κοινωνίστρια | κοινωνίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοινωνίστρια < κοινωνισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.noˈni.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νί‐στρι‐α
Ουσιαστικό
κοινωνίστρια θηλυκό
- (παρωχημένο, πολιτική) θηλυκό του κοινωνιστής, η σοσιαλίστρια
- ※ Λογία, δημοσιογράφος, κοινωνίστρια και φεμινίστρια, έγινε αφορμή ό,τι έχει σήμερα σχέση με την εξύψωση της γυναίκας, να 'ναι έργο δικό της.
- Άρης Κουτάκης, Αφιέρωμα Στην Επαρχία Αμαρίου, agorapress.gr, 17 Νοεμβρίου 2009
- ※ Λογία, δημοσιογράφος, κοινωνίστρια και φεμινίστρια, έγινε αφορμή ό,τι έχει σήμερα σχέση με την εξύψωση της γυναίκας, να 'ναι έργο δικό της.
Μεταφράσεις
κοινωνίστρια
|
→ δείτε τη λέξη σοσιαλίστρια |
Πηγές
- κοινωνιστής σελ.3984 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.