κνημίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κνημίς αἱ κνημῖδες
      γενική τῆς κνημῖδος τῶν κνημίδων
      δοτική τῇ κνημῖδ ταῖς κνημῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κνημῖδ τὰς κνημῖδᾰς
     κλητική ! κνημίς* κνημῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κνημῖδε
γεν-δοτ τοῖν  κνημίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κνημίς < κνήμ(η) +-ίς

Ουσιαστικό

κνημίς, -ῖδος θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κνήμη


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.