χειροκνημίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | χειροκνημίς | αἱ | χειροκνημῖδες |
| γενική | τῆς | χειροκνημῖδος | τῶν | χειροκνημίδων |
| δοτική | τῇ | χειροκνημῖδῐ | ταῖς | χειροκνημῖσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | χειροκνημῖδᾰ | τὰς | χειροκνημῖδᾰς |
| κλητική ὦ! | χειροκνημίς* | χειροκνημῖδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειροκνημῖδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χειροκνημίδοιν | ||
| Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χειροκνημίς, -ῖδος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του χειρόκνημις → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Πηγές
- χειροκνημίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.