περικνημίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περικνημίς αἱ περικνημῖδες
      γενική τῆς περικνημῖδος τῶν περικνημίδων
      δοτική τῇ περικνημῖδ ταῖς περικνημῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περικνημῖδ τὰς περικνημῖδᾰς
     κλητική ! περικνημίς* περικνημῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περικνημῖδε
γεν-δοτ τοῖν  περικνημίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περικνημίς < περι- + αρχαία ελληνική κνημίς < κνήμη

Ουσιαστικό

περικνημίς, -ῖδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.