κνίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κνίζω < αρχαία ελληνική κνίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κνίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
κνίζω
- ξύνω, τρίβω
- γαργαλώ
- επιφέρω, προκαλώ, προξενώ
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 5. Πυθέᾳ ‹Αἰγινήτῃ ἀγενείῳ› παγκρατιαστῇ, 33 (5.33)
- τοῖο δ᾽ ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι·
- μα εκείνου μ᾽ αγανάχτηση αγκαθιάσανε τ᾽ ασύφταστα τα λόγια την καρδιά του
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- τοῖο δ᾽ ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 5. Πυθέᾳ ‹Αἰγινήτῃ ἀγενείῳ› παγκρατιαστῇ, 33 (5.33)
- (μεταφορικά) (για έρωτα) πειράζω, ερεθίζω, ενοχλώ
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 61 (10.60-10.61)
- καὶ γάρ | ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας·
- γιατί | σ᾽ άλλους γι᾽ αυτά σ᾽ άλλους για κείνα ο έρωτας το νου ερεθίζει.
- Μετάφραση (1958): Ι.Ν. Γρυπάρης, @greek‑language.gr
- γιατί, αλήθεια, | γι᾽ άλλο πράγμα κάθε φορά ο πόθος την καρδιά του ανθρώπου την κεντρίζει.
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- γιατί | σ᾽ άλλους γι᾽ αυτά σ᾽ άλλους για κείνα ο έρωτας το νου ερεθίζει.
- καὶ γάρ | ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 62.1
- τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἔκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως·
- Τον Αρίστωνα λοιπόν τον σιγότρωγε ο έρωτας αυτής της γυναίκας·
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἔκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 599 (598-599)
- μή μοι γένοιτο λυπρὸς εὐδαίμων βίος | μηδ᾽ ὄλβος ὅστις τὴν ἐμὴν κνίζοι φρένα.
- Να μην αξιωθώ την ευτυχία που πονάει | ούτε τα πλούτη που πληγώνουν την καρδιά.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- μή μοι γένοιτο λυπρὸς εὐδαίμων βίος | μηδ᾽ ὄλβος ὅστις τὴν ἐμὴν κνίζοι φρένα.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 61 (10.60-10.61)
- (στη μέση φωνή) γαργαλιέμαι
Σύνθετα
- ἀποκνίζω
- διακνίζω
- ἐπικνίζω
- κατακνίζω
- περικνίζω
- προκατακνίζω
- ὑποκνίζω
Συγγενικά
- κνίδη
- κνίδωσις
- κνίζα
- κνίζη
- κνιζός
- κνίς
- κνίσμα
- κνισμός
- κνισμώδης
- κνίψ
- φιλόκνισος
→ και δείτε τη λέξη κνάω
Πηγές
- κνίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κνίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.