γαργαλιέμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαργαλιέμαι < γαργαλάω

Ρήμα

γαργαλιέμαι

  1. κάποιος με γαργαλάει και νιώθω
    α)την ανάγκη να γελάσω
    β)ενόχληση
    γ)ερωτική επιθυμία
  2. εν δυνάμει νιώθω το γαργάλημα, δηλαδή αυτή τη στιγμή κανείς δεν με γαργαλάει αλλά αν με αγγίξουν σε κάποιες περιοχές θα αισθανθώ γαργάλημα (σε αντιδιαστολή προς ανθρώπους που δεν γαργαλιώνται εύκολα ή και που δεν αισθάνονται το γαργάλημα καθόλου)

Συγγενικά

Κλίση

ενεστ. γαργαλιέμαι παρατατ. γαργαλιόμουν μέλλοντας θα γαργαλιέμαι και θα γαργαληθώ αόριστος γαργαλήθηκα παρακειμενος έχω γαργαληθεί (η μετοχή γαργαλημένος, αλλά αδόκιμη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.