κνίδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κνίδωση | οι | κνιδώσεις |
| γενική | της | κνίδωσης* | των | κνιδώσεων |
| αιτιατική | την | κνίδωση | τις | κνιδώσεις |
| κλητική | κνίδωση | κνιδώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κνιδώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κνίδωση θηλυκό ή ουρτικάρια (Urticaria)
- δερματολογικό νόσημα που ανήκει στα λεγόμενα «σχηματώδη ερυθήματα»
-
κνίδωση στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
