κληροκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κληροκρατία | οι | κληροκρατίες |
| γενική | της | κληροκρατίας | των | κληροκρατιών |
| αιτιατική | την | κληροκρατία | τις | κληροκρατίες |
| κλητική | κληροκρατία | κληροκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.