κλαστόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *κλαστοθρῐχ- κλαστοτρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κλαστόθριξ | οἱ/αἱ | κλαστότριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | κλαστότριχος | τῶν | κλαστοτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | κλαστότριχῐ | τοῖς/ταῖς | κλαστότριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κλαστότριχᾰ | τοὺς/τὰς | κλαστότριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | κλαστόθριξ | κλαστότριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαστότριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κλαστοτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κλαστόθριξ (ελληνιστική κοινή) < κλαστ(ός) + -ό- + -θριξ
Ουσιαστικό
κλαστόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή , σε πάπυρο) πιθανόν: κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης (3ος αιώνας κε, ⌘PPetr. 3p.15 The Flinders Petrie Papyri)
Πηγές
- κλαστόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.