κλαδεύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλαδεύτρια | οι | κλαδεύτριες |
| γενική | της | κλαδεύτριας | των | κλαδευτριών |
| αιτιατική | την | κλαδεύτρια | τις | κλαδεύτριες |
| κλητική | κλαδεύτρια | κλαδεύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κλαδεύτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.