κλίμακα Ρίχτερ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλίμακα Ρίχτερ | ||
| γενική | της | κλίμακας Ρίχτερ | ||
| αιτιατική | την | κλίμακα Ρίχτερ | ||
| κλητική | κλίμακα Ρίχτερ | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλίμακα Ρίχτερ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Richter scale. → και δείτε τις λέξεις κλίμακα και Ρίχτερ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkli.ma.ka ˈɾi.xteɾ/
Πολυλεκτικός όρος
κλίμακα Ρίχτερ θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (μονάδα μέτρησης, σεισμολογία) λογαριθμική κλίμακα που χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ενέργεια που απελευθερώνεται από έναν σεισμό, όπου κάθε αύξηση κατά 1 μονάδα αντιπροσωπεύει μια 32πλάσια αύξηση της ενέργειας
- ※ Ασθενή σεισμική δόνηση με μέγεθος 4.1 στην κλίμακα Ρίχτερ κατέγραψε απόψε στην θαλάσσια περιοχή της Κρήτης, το ενιαίο εθνικό σεισμολογικό δίκτυο.
- Σεισμική δόνηση 4.1 Ρίχτερ στην θαλάσσια περιοχή της Κρήτης (2 Ιανουαρίου 2023), Η Καθημερινή
- ※ Ασθενή σεισμική δόνηση με μέγεθος 4.1 στην κλίμακα Ρίχτερ κατέγραψε απόψε στην θαλάσσια περιοχή της Κρήτης, το ενιαίο εθνικό σεισμολογικό δίκτυο.
- κλίμακα Μερκάλι
-
κλίμακα Ρίχτερ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κλίμακα Ρίχτερ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.