κιούρτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιούρτος οι κιούρτοι
      γενική του κιούρτου των κιούρτων
    αιτιατική τον κιούρτο τους κιούρτους
     κλητική κιούρτε
& κιούρτο
κιούρτοι
Κατηγορία όπως «μούτσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιούρτος <  δείτε τη λέξη κυρτός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κιούρτος αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.