κιούρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κιούρτος | οι | κιούρτοι |
| γενική | του | κιούρτου | των | κιούρτων |
| αιτιατική | τον | κιούρτο | τους | κιούρτους |
| κλητική | κιούρτε & κιούρτο |
κιούρτοι | ||
| Κατηγορία όπως «μούτσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιούρτος < → δείτε τη λέξη κυρτός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ψαροκάλαθο
- ψαροπαγίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.