κίγκλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κίγκλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κίγκλος

  1. (βιολογία) (πτηνό) είδος πτηνού, σουσουράδα
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 12 p.323, @scaife.perseus
    Εἰσὶ δέ τινες οἳ περὶ τὴν θάλατταν βιοῦσιν, οἷον κίγκλος. Ἔστι δὲ τὸ ἦθος ὁ κίγκλος πανοῦργος καὶ δυσθήρατος, ὅταν δὲ ληφθῇ, τιθασσότατος.
  2. (βιολογία) είδος ψαριού

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.