κίγκλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κίγκλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κίγκλος
- (βιολογία) (πτηνό) είδος πτηνού, σουσουράδα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 12 p.323, @scaife.perseus
- Εἰσὶ δέ τινες οἳ περὶ τὴν θάλατταν βιοῦσιν, οἷον κίγκλος. Ἔστι δὲ τὸ ἦθος ὁ κίγκλος πανοῦργος καὶ δυσθήρατος, ὅταν δὲ ληφθῇ, τιθασσότατος.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 12 p.323, @scaife.perseus
- (βιολογία) είδος ψαριού
Πηγές
- κίγκλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.