κηφισιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κηφισιώτης οι κηφισιώτες
      γενική του κηφισιώτη των κηφισιωτών
    αιτιατική τον κηφισιώτη τους κηφισιώτες
     κλητική κηφισιώτη κηφισιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.fiˈsço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κηφισιώτης

Ουσιαστικό

κηφισιώτης αρσενικό (θηλυκό κηφισιώτισσα)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη Κηφισός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.