κηροπλάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηροπλάστρια οι κηροπλάστριες
      γενική της κηροπλάστριας των κηροπλαστριών
    αιτιατική την κηροπλάστρια τις κηροπλάστριες
     κλητική κηροπλάστρια κηροπλάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηροπλάστρια < κηροπλάστης + -τρια

Ουσιαστικό

κηροπλάστρια θηλυκό

  1. (επάγγελμα) θηλυκό του κηροπλάστης
  2. (έντομο) μέλισσα που συμβάλλει στην δημιουργία κεριού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.