κεφαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλιά οι κεφαλιές
      γενική της κεφαλιάς των κεφαλιών
    αιτιατική την κεφαλιά τις κεφαλιές
     κλητική κεφαλιά κεφαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφαλιά < κεφάλι + -ιά
Χτύπημα της μπάλας με κεφαλιά.

Ουσιαστικό

κεφαλιά θηλυκό

  1. χτύπημα (κυρίως βολή σε άθλημα) με το κεφάλι
    ο επιθετικός έριξε μια κεφαλιά και έβαλε γκολ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.