κεραμιδόγατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεραμιδόγατος οι κεραμιδόγατοι
      γενική του κεραμιδόγατου των κεραμιδόγατων
    αιτιατική τον κεραμιδόγατο τους κεραμιδόγατους
     κλητική κεραμιδόγατε κεραμιδόγατοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεραμιδόγατος < κεραμίδ(ι) + -ό- + γάτος (που κυκλοφορούσε ελεύθερος στα κεραμίδια των σπιτιών)

Ουσιαστικό

κεραμιδόγατος αρσενικό (θηλυκό κεραμιδόγατα)

  1. αδέσποτη γάτα
  2. (μεταφορικά) γάτα άγνωστης ράτσας
  3. (μεταφορικά) άντρας χωρίς μόνιμη σχέση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.