κεραμιδωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεραμιδωτός η κεραμιδωτή το κεραμιδωτό
      γενική του κεραμιδωτού της κεραμιδωτής του κεραμιδωτού
    αιτιατική τον κεραμιδωτό την κεραμιδωτή το κεραμιδωτό
     κλητική κεραμιδωτέ κεραμιδωτή κεραμιδωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεραμιδωτοί οι κεραμιδωτές τα κεραμιδωτά
      γενική των κεραμιδωτών των κεραμιδωτών των κεραμιδωτών
    αιτιατική τους κεραμιδωτούς τις κεραμιδωτές τα κεραμιδωτά
     κλητική κεραμιδωτοί κεραμιδωτές κεραμιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κεραμιδωτός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κεραμιδωτός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.