κεραμείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεραμείο τα κεραμεία
      γενική του κεραμείου των κεραμείων
    αιτιατική το κεραμείο τα κεραμεία
     κλητική κεραμείο κεραμεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεραμείο < αρχαία ελληνική κεραμεῖον < κέραμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈmi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεραμείο

Ουσιαστικό

κεραμείο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.