κεμπάπ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κεμπάπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική kebap < αραβική كباب (kabāb) ή < περσική کباب (kebâb)

κεμπάπ με πίτα
Ουσιαστικό
κεμπάπ ουδέτερο άκλιτο
- κεμπάμπ
- κεμπάπι
Συγγενικά
- κεμπαπτζής, κεμπαπτσής
- Κεμπαπτζής, Κεμπαπτσής (επώνυμα)
- κεμπαπτζίδικο, κεμπαπτσίδικο
-
κεμπάπ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.