καϊσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καϊσιά | οι | καϊσιές |
| γενική | της | καϊσιάς | των | καϊσιών |
| αιτιατική | την | καϊσιά | τις | καϊσιές |
| κλητική | καϊσιά | καϊσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καϊσιά θηλυκό
- (φυτό) είδος βερικοκιάς· το δέντρο του οποίου καρπός είναι το καϊσί (ή καΐσι)
- συγκεκριμένο είδος: Prunus armeniaca, τουρκικά: Kayısı
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.