καψώνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καψώνι τα καψώνια
      γενική του καψωνιού των καψωνιών
    αιτιατική το καψώνι τα καψώνια
     κλητική καψώνι καψώνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καψώνι < Η γραφή με ωμέγα είχε βασιστεί στην απίθανη ετυμολόγηση: καψώνω + < μεσαιωνική ελληνική καψώνω < ελληνιστική κοινή καυσόω / καυσῶ < καῦσος < αρχαία ελληνική καίω.  δείτε τη λέξη καψόνι

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈpso.ni/

Ουσιαστικό

καψώνι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.