καψιμιτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καψιμιτζής | οι | καψιμιτζήδες |
| γενική | του | καψιμιτζή | των | καψιμιτζήδων |
| αιτιατική | τον | καψιμιτζή | τους | καψιμιτζήδες |
| κλητική | καψιμιτζή | καψιμιτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καψιμιτζής αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό, επάγγελμα) οπλίτης ή υπαξιωματικός που είναι ο πωλητής στο κέντρο ψυχαγωγίας στρατιωτικής μονάδας, το καψιμί
Μεταφράσεις
καψιμιτζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.