καφεδούμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφεδούμπα οι καφεδούμπες
      γενική της καφεδούμπας
    αιτιατική την καφεδούμπα τις καφεδούμπες
     κλητική καφεδούμπα καφεδούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καφεδούμπα < καφές, καφέδ(ες) + -ούμπα

Ουσιαστικό

καφεδούμπα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.