καυκάσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καυκάσιος | η | καυκάσια | το | καυκάσιο |
| γενική | του | καυκάσιου | της | καυκάσιας | του | καυκάσιου |
| αιτιατική | τον | καυκάσιο | την | καυκάσια | το | καυκάσιο |
| κλητική | καυκάσιε | καυκάσια | καυκάσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καυκάσιοι | οι | καυκάσιες | τα | καυκάσια |
| γενική | των | καυκάσιων | των | καυκάσιων | των | καυκάσιων |
| αιτιατική | τους | καυκάσιους | τις | καυκάσιες | τα | καυκάσια |
| κλητική | καυκάσιοι | καυκάσιες | καυκάσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καυκάσιος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καυκάσιος αρσενικό
- που κατάγεται απ' τον Καύκασο
- ο φυλετικά λευκός
Επίθετο
- οτιδήποτε προέρχεται απ' τον Καύκασο
Μεταφράσεις
καυκάσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.