καυκάσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καυκάσιος η καυκάσια το καυκάσιο
      γενική του καυκάσιου της καυκάσιας του καυκάσιου
    αιτιατική τον καυκάσιο την καυκάσια το καυκάσιο
     κλητική καυκάσιε καυκάσια καυκάσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καυκάσιοι οι καυκάσιες τα καυκάσια
      γενική των καυκάσιων των καυκάσιων των καυκάσιων
    αιτιατική τους καυκάσιους τις καυκάσιες τα καυκάσια
     κλητική καυκάσιοι καυκάσιες καυκάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καυκάσιος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καυκάσιος αρσενικό

  1. που κατάγεται απ' τον Καύκασο
  2. ο φυλετικά λευκός

Επίθετο

  1. οτιδήποτε προέρχεται απ' τον Καύκασο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.