κατόπτευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατόπτευσῐς | αἱ | κατοπτεύσεις | ||||
| γενική | τῆς | κατοπτεύσεως | τῶν | κατοπτεύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | κατοπτεύσει | ταῖς | κατοπτεύσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | κατόπτευσῐν | τὰς | κατοπτεύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | κατόπτευσῐ | κατοπτεύσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατοπτεύσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατοπτευσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κατόπτευσις (ελληνιστική κοινή) < κατοπτεύ(ω) (εξετάζω, κατασκοπεύω) + -σις < κατ- + αρχαία ελληνική ὀπτεύω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατόπτευση
Ουσιαστικό
κατόπτευσις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) εξέταση
- και μορφή με καθόπτ- → δείτε τη λέξη καθοπτεύει
Πηγές
- κατόπτευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.