κατοπτεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κατοπτεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατοπτεύω
  2. θα κατοπτεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατοπτεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κατοπτεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατόπτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.