κατηχητήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατηχητήριος η κατηχητήρια το κατηχητήριο
      γενική του κατηχητήριου της κατηχητήριας του κατηχητήριου
    αιτιατική τον κατηχητήριο την κατηχητήρια το κατηχητήριο
     κλητική κατηχητήριε κατηχητήρια κατηχητήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατηχητήριοι οι κατηχητήριες τα κατηχητήρια
      γενική των κατηχητήριων των κατηχητήριων των κατηχητήριων
    αιτιατική τους κατηχητήριους τις κατηχητήριες τα κατηχητήρια
     κλητική κατηχητήριοι κατηχητήριες κατηχητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατηχητήριος < κατηχώ + -τήριος

Επίθετο

κατηχητήριος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.