κατηχήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατηχήτρια οι κατηχήτριες
      γενική της κατηχήτριας των κατηχητριών
    αιτιατική την κατηχήτρια τις κατηχήτριες
     κλητική κατηχήτρια κατηχήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατηχήτρια < κατηχητής + -τρια

Ουσιαστικό

κατηχήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.