κατηγορούμενη

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ti.ɣoˈɾu.me.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατηγορούμενη

Κλιτικός τύπος μετοχής

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατηγορούμενη οι κατηγορούμενες
      γενική της κατηγορούμενης των κατηγορούμενων
& κατηγορουμένων
    αιτιατική την κατηγορούμενη τις κατηγορούμενες
     κλητική κατηγορούμενη κατηγορούμενες
Δείτε και την κλίση του πιο επίσημου τύπου κατηγορουμένη
και την κλίση της θηλυκής μετοχής του κατηγορούμενος.
Κατηγορία όπως «διανοούμενη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κατηγορούμενη θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κατηγορούμενος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.