καταστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταστρώνω < αρχαία ελληνική καταστρώννυμι < κατά + στρώννυμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈstɾo.no/
Συγγενικά
- ακατάστρωτος
- κατάστρωμα
- καταστρωμένος
- κατάστρωση
- κατάστρωτος
- → δείτε τις λέξεις κατά και στρώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταστρώνω | κατάστρωνα | θα καταστρώνω | να καταστρώνω | καταστρώνοντας | |
| β' ενικ. | καταστρώνεις | κατάστρωνες | θα καταστρώνεις | να καταστρώνεις | κατάστρωνε | |
| γ' ενικ. | καταστρώνει | κατάστρωνε | θα καταστρώνει | να καταστρώνει | ||
| α' πληθ. | καταστρώνουμε | καταστρώναμε | θα καταστρώνουμε | να καταστρώνουμε | ||
| β' πληθ. | καταστρώνετε | καταστρώνατε | θα καταστρώνετε | να καταστρώνετε | καταστρώνετε | |
| γ' πληθ. | καταστρώνουν(ε) | κατάστρωναν καταστρώναν(ε) |
θα καταστρώνουν(ε) | να καταστρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατάστρωσα | θα καταστρώσω | να καταστρώσω | καταστρώσει | ||
| β' ενικ. | κατάστρωσες | θα καταστρώσεις | να καταστρώσεις | κατάστρωσε | ||
| γ' ενικ. | κατάστρωσε | θα καταστρώσει | να καταστρώσει | |||
| α' πληθ. | καταστρώσαμε | θα καταστρώσουμε | να καταστρώσουμε | |||
| β' πληθ. | καταστρώσατε | θα καταστρώσετε | να καταστρώσετε | καταστρώστε | ||
| γ' πληθ. | κατάστρωσαν καταστρώσαν(ε) |
θα καταστρώσουν(ε) | να καταστρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταστρώσει | είχα καταστρώσει | θα έχω καταστρώσει | να έχω καταστρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταστρώσει | είχες καταστρώσει | θα έχεις καταστρώσει | να έχεις καταστρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταστρώσει | είχε καταστρώσει | θα έχει καταστρώσει | να έχει καταστρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταστρώσει | είχαμε καταστρώσει | θα έχουμε καταστρώσει | να έχουμε καταστρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταστρώσει | είχατε καταστρώσει | θα έχετε καταστρώσει | να έχετε καταστρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταστρώσει | είχαν καταστρώσει | θα έχουν καταστρώσει | να έχουν καταστρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.