καταστρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταστρώνω < αρχαία ελληνική καταστρώννυμι < κατά + στρώννυμι

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈstɾo.no/

Ρήμα

καταστρώνω (παθητική φωνή: καταστρώνομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.