κατασβεστήρ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κατασβεστήρ | οἱ | κατασβεστῆρες | ||||
| γενική | τοῦ | κατασβεστῆρος | τῶν | κατασβεστήρων | ||||
| δοτική | τῷ | κατασβεστῆρι | τοῖς | κατασβεστῆρσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | κατασβεστῆρα | τοὺς | κατασβεστῆρας | ||||
| κλητική ὦ! | κατασβεστήρ | κατασβεστῆρες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
.jpg.webp)
Tο χωνί ενός «κατασβεστήρα» κεριών (στη φωτογραφία, του 19ου αιώνα)

Σύγχρονος «κατασβεστήρ» κεριών με λαβή.
Ετυμολογία
- κατασβεστήρ < αρχαία ελληνική κατασβέννυμι, κατα-σβεσ- + -τήρ
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ καθαρεύουσα, κατασβεστήρ (για πυρκαγιές) ⇘ νέα ελληνικά: κατασβεστήρας
Ουσιαστικό
κατασβεστήρ, -ῆρος αρσενικό
- (συσκευή) αντικείμενο για το σβήσιμο των κεριών (κηροσβέστης) [[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
)]]
Πηγές
- κατασβεστήρ - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.