κατασάρκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατασάρκιο | τα | κατασάρκια |
| γενική | του | κατασάρκιου & κατασαρκίου |
των | κατασάρκιων & κατασαρκίων |
| αιτιατική | το | κατασάρκιο | τα | κατασάρκια |
| κλητική | κατασάρκιο | κατασάρκια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατασάρκιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κατασάρκιο, κατασάρκι ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) λευκό ύφασμα που καλύπτει την αγία τράπεζα. Συμβολίζει το σεντόνι με το οποίο τύλιξε ο Ιωσήφ το σώμα του Χριστού όταν το κατέβασε από τον σταυρό
Μεταφράσεις
κατασάρκιο
|
|
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.