καταπιόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταπιόνα | οι | καταπιόνες |
| γενική | της | καταπιόνας | των | καταπιόνων |
| αιτιατική | την | καταπιόνα | τις | καταπιόνες |
| κλητική | καταπιόνα | καταπιόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταπιόνα < καταπιόν(ας) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈpço.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πιό‐να
- καταπιόνας (αρσενικό)
Μεταφράσεις
καταπιόνα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.