καταπέτασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καταπέτασμα | τα | καταπετάσματα |
| γενική | του | καταπετάσματος | των | καταπετασμάτων |
| αιτιατική | το | καταπέτασμα | τα | καταπετάσματα |
| κλητική | καταπέτασμα | καταπετάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταπέτασμα < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταπετάννυμι
Μεταφράσεις
καταπέτασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.