καταπέτασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταπέτασμα τα καταπετάσματα
      γενική του καταπετάσματος των καταπετασμάτων
    αιτιατική το καταπέτασμα τα καταπετάσματα
     κλητική καταπέτασμα καταπετάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταπέτασμα < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταπετάννυμι

Ουσιαστικό

καταπέτασμα ουδέτερο

  1. διαχωριστικό χώρων, πχ κουρτίνα
     συνώνυμα: παραπέτασμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.